κρανουργός

English (LSJ)

ὁ, maker of helmets; and κρανουργία, ἡ, Poll.7.155.

Greek (Liddell-Scott)

κρανουργός: -όν, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, καὶ κρανουργία, ἡ, Πολυδ. Ζ΄, 155.

Greek Monolingual

κρανουργός, ὁ (Α)
ο κρανοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανο-εργός με συναίρεση < κράνος + -(F)εργός < ἔργον (πρβλ. γενεσιουργός, στιχουργός)].

German (Pape)

Helme verfertigend, Poll. 7.155.