κρησφύγετο
Greek Monolingual
το (Α κρησφύγετον)
τόπος όπου καταφεύγει ή κρύβεται κάποιος, καταφύγιο, κρυψώνας (α. «τ' αγρίμια του λόγγου έβγαιναν από τα σκοτεινά κρησφύγετα», Ζερβ.
β. «λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει α' συνθετικό κρησ-, για του οποίου την προέλευση έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις
το β' συνθετικό -φυγετο(ν) < θ. φυγ- (πρβλ. ἔ-φυγ-ον) + επίθημα -ετον. Οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν το α' συνθετικό με τη λ. Κρής «Κρητικός», βασιζόμενοι στο ότι στην Κρήτη υπήρχαν σπηλιές που χρησίμευαν ως κρησφύγετα. Αργότερα το κρησ- συσχετίστηκε από πολλούς με τη λ. κάρα «κεφάλι», άποψη η οποία δεν φαίνεται πολύ πειστική. Κατ' άλλους, η λ. κρησφύγετον προέρχεται από το χρησφύγετον (με ανομοίωση του δασέος χ- σε κ-) < χρῆος «χρέος», άποψη ισχυρή από μορφολογική άποψη. Ωστόσο, πιο εύλογη σημασιολογικά φαίνεται η ετυμολόγηση της λ. κρησ-φύγετον < πρησ-φύγετον, του οποίου το α' συνθετικό πρησ- ανάγεται στην πρόθεση προς (πρβλ. πρήγιστος «πρέσβυς»)].