λίμινθες

English (LSJ)

ἕλμινθες, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λίμινθες: «ἕλμινθες. Πάφιοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λίμινθες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἕλμινθες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη γρφ. του τ. ἕλμινθες, πιθ. με επίδραση της λ. λιμός, για να δηλώσει τον σκώληκα τών εντέρων, την ταινία. Ο αρχικός τ. ἕλμινθες συνδέεται με ΙΕ τ. με την ίδια σημ., αλλά διαφορετική μορφή. Από τη μια με την ΙΕ ρίζα kwrmi-, (πρβλ. αρχ. ινδ. kŕmi-, λιθουαν. kirmis, αρχ. σλαβ. črŭvi) και από την άλλη με τη ρίζα wrmi- (πρβλ. λατ. vermis, γοτθ. waurms, αρχ. άνω γερμ. wurm). To τελευταίο θ. απαντά στο βοιωτικό ανθρωπωνύμιο Fάρμιχος και στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «ῥόμος
σκώληξ ἐν ξύλοις». Τέλος, ο τ. ἕλμινθες σχηματίστηκε πιθ. με επίδραση της ΙΕ ρίζας welλίμινθες «γυρίζω, πιέζω» (βλ. είλω, ευλή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: ἕλμινθες. Πάφιοι H. = intestinal worm
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Variant of ἕλμινθες, s.v. Influence of λιμός hunger seems improbable. S. Georgacas Ἀφιέρωμα Τριανταφυλλιδη (Athens 1960) 475ff. - Not with Grošelj Živa Ant. 4, 173 to λείμαξ.

Frisk Etymology German

λίμινθες: {líminthes}
Meaning: ἕλμινθες. Πάφιοι H.
Etymology: Umbildung von ἕλμινθες, wahrscheinlich nach λιμός Hunger; über die engen Beziehungen der Wörter für Eingeweidewurm und für Hunger s. Georgacas Ἀφιέρωμα Τριανταφυλλίδη (Athens 1960) 475ff. — Nicht mit Grošelj Živa Ant. 4, 173 zu λείμαξ u. Verw.
Page 2,124