λείμαξ

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

German (Pape)

[Seite 23] ακος, ὁ u. ἡ, die nackte Schnecke ohne Haus.

Greek Monolingual

(I)
η (Α λείμαξ, -ακος)
γαστερόποδο πνευμονοφόρο χερσόβιο μαλάκιο, ο γυμνοσάλιαγκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λείμ-αξ εμφανίζει θ. λειμ-, που ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή lei-m- της ΙΕ ρίζας lei- «βλεννώδης» και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλαξ). Η λ. αντιστοιχεί ακριβώς με το ρωσ. slimak «λείμαξ» και συνδέεται με αγγλοσαξ. slim «βλέννα, σάλιο». Παραμένει αβέβαιο αν το λατ. limax είναι δάνειο από την ελλ. ή αν συμβαίνει το αντίστροφο].
(II)
η (Α λεῖμαξ, -ακος)
λιβάδι, λειμώνας
αρχ.
κήπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λειμών, που εμφανίζει επίθημα -αξ (πρβλ. πῖδαξ)].

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: ?
Meaning: snail, only H. s. λείμακες (cf. λειμών): ἕστι δε καὶ ζῶον ὅμοιον κοχλίᾳ, ὅ καλοῦσι λείμακα.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With Lat. līmāx (Plaut.) id. identical (prob Greek LW [loanword]), but also with Slav., e. g. Russ. slimák snake, so an āk-derivative of the m-stem in Germ. (OHG, OE, OWNo.) slīm slime; further Bq, WP. 2, 390, Pok. 663, W. -Hofmann s. līmāx, Vasmer s. slimák. But had IE a suffix -eh₂k-?

Frisk Etymology German

λείμαξ: -ακος
{leímaks}
Meaning: nackte Schnecke, nur H. s. λείμακες (vgl. zu λειμών): ἕστι δὲ καὶ ζῶον ὅμοιον κοχλίᾳ, ὅ καλοῦσι λείμακα.
Etymology : Mit lat. līmāx (seit Plaut.) ib. (wohl griech. LW), aber auch mit slav., z. B. russ. slimák Schnecke identisch, somit eine idg. āq-Ableitung von dem m-Stamm in germ. (ahd. ags. awno.) slīm Schleim; weitere Anknüpfungen, für das Griechische belanglos, bei Bq, WP. 2, 390, Pok. 663, W. -Hofmann s. līmāx, Vasmer s. slimák.
Page 2,97