λεβητοστάσιο
Greek Monolingual
το
χώρος εργοστασίου ή πλοίου στον οποίο βρίσκονται οι ατμολέβητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέβης, -ητος + -στάσιο (< -στάτης < θ. -στα- του ἵστημι), πρβλ. αμαξοστάσιο, κλιμακοστάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. λεβητοστάσιον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].