λεηλατώ

Greek Monolingual

(AM λεηλατῶ, -έω)
1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ
2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα»)
3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. «λεηλατοῦμαι τῇ γαστρί» — είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεία + -ηλατῶ (< -ήλατος< ἐλαύνω), πρβλ ιππ-ηλατώ, σφυρ-ηλατώ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].