λερός

Greek Monolingual

-ή, -ό
βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος, λερωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀλερός «ακάθαρτος», με αποβολή του άτονου αρκτικού -ο- (πρβλ. ὀμάτιον> μάτι). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < αρχ. λειρός «ωχρός»].