λειρός

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειρός Medium diacritics: λειρός Low diacritics: λειρός Capitals: ΛΕΙΡΟΣ
Transliteration A: leirós Transliteration B: leiros Transliteration C: leiros Beta Code: leiro/s

English (LSJ)

ά, όν, = λειριόεις, of the voice, τέττιξ γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων IG14.1934f6.

German (Pape)

[Seite 26] ὁ, der kleine Hase, Hesych. von Hesych. ἰσχνός u. ὠχρός erkl., bleich, hager; aber λειρὰ χέων = λείριος, von der Cicade, Epigr. Zeitschr. für A. W. 1844 p. 1008.

Greek (Liddell-Scott)

λειρός: -ά, -όν, = λειριόεις, ἐπὶ τῆς φωνῆς, τέττιξ... λειρὰ χέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 6. 2) ὠχρὸς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λειρός, -ά, -όν (Α) λείριον
λειριόειςτέττιξ γλυκεροῖς χείλεσι λειρὰ χέων», επιγρ.).