λῆσις

English (LSJ)

(A), εως, ἡ, (λήθω) = λῆστις, Hsch. s.v. ληθεδών (λύσις cod.); f.l. for λῆστις in Critias 6.12 D.
(B), εως, ἡ<, (λῶ) = βούλησις, αἵρεσις, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λῆσις: (Α), ἡ, (λήθω) = λῆστις, Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
λῆσις, -εως, ἡ (Α)
λήστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του τ. ήταν λῆστις (βλ. λῆστις). Στα σύνθ. ο αρχαίος τ. συμμορφώθηκε προς τα πολλά θηλ. σε -σις (πρβλ. ἔκλησις, ἐπίλησις), από όπου και το απλό λῆσις.
(II)
λῆσις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «βούλησις, αἵρεσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶ «θέλω» + κατάλ. -σις (πρβλ. βούλησις, ποίη-σις)].

German (Pape)

1 ἡ, das Vergessen, Maxim. περὶ κατ. 77; auch Lesart der mss. bei Critias für λῆστις.
2 ἡ, Nach Hesych. βούλησις, von λῶ, vgl. λῆμα.