μάλαξη

Greek Monolingual

η (AM μάλαξις) μαλάσσω
το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι μαλάξεις
σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους θυλάκους, στους συνδέσμους, στις αρθρικές κάψες, στα στοιχεία τών οστών, ακόμη και στα σπλάγχνα, και οι οποίοι επενεργούν σε όλο το κινητήριο σύστημα καθώς και στις μείζονες φυσιολογικές λειτουργίες εξυπηρετώντας θεραπευτικούς, αισθητικούς και υγιεινούς σκοπούς, αλλ. μασάζ
αρχ.
φρ. «μάλαξις τροφῆς» — πέψη, χώνευση.