μάρανση

Greek Monolingual

η (AM μάρανσις) μαραίνω
μαρασμός, μάραμα
αρχ.
1. ελάττωση, σμίκρυνση, έκλειψη
2. (για τη φωτιά) το σβήσιμο, η σβέση
3. (μετφ.) φθορά, παρακμή, αδυναμία («μαράνσει τὸν βίον ἐκλείπει», Αριστοτ.).