μέστωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A filling full, saturation, φαίνεται ἄπειρον πᾶν κατὰ τὴν ἑαυτοῦ μ. ὄν Dam.Pr.200; plenitude, τῆς οἰκείας τελειότητος Herm.in Phdr.p.145A.
II in Lit. Crit., overcrowding with detail, Syrian.in Hermog.1.36R.

Greek Monolingual

μέστωσις, ἡ (Α) μεστώ
1. πλήρωση, γέμισμα, κορεσμός
2. πλησμονή, αφθονία
3. μτφ. (στην κριτική του λόγου) η πομπώδης λεκτική έκφραση, το παραγέμισμα, η επισώρευση λεπτομερειών.