μεγέθυνση

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεγεθύνω, η αύξηση του μεγέθους, τών διαστάσεων, του όγκου ενός αντικειμένου, μεγάλωμα («η μεγέθυνση της πλατείας»)
2. συνεκδ. το ίδιο το αντικείμενο του οποίου οι διαστάσεις έχουν αυξηθεί
3. (φωτογρ.) η διαδικασία και το αποτέλεσμα της παραγωγής μεγεθυμένης φωτογραφίας από μικρότερη φωτογραφία ή από αρνητικό μικρότερων διαστάσεων
4. (οπτ.) ο λόγος της γωνίας υπό την οποία φαίνεται ένα αντικείμενο με οπτικό όργανο προς τη γωνία υπό την οποία το ίδιο αντικείμενο φαίνεται με γυμνό μάτι
5. γλωσσ. γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο η σημασία ενός ουσιαστικού μεγεθύνεται είτε με την προσθήκη ενός επιθήματος ή ενός προθέματος είτε με μια λέξη που τίθεται ως προσδιορισμός και έχει τη σημασία «μεγάλος, πολύς» και με το οποίο επιτυγχάνεται κατά κανόνα η ποσοτική αύξηση της πληροφορίας, σε αντιδιαστολή με την επίταση, κατά την οποία γίνεται ποιοτική έξαρση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγέθυν-ση < μεγεθύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου. Ο τ. μεγένθυνση (με -ν-) είναι εσφαλμένος].