μειονέκτημα
German (Pape)
[Seite 116] τό, das Wenigerhaben, der Nachtheil, Gegensatz von πλεονέκτημα, Sp.
Greek Monolingual
το (Α μειονέκτημα) μειονεκτώ
1. το αποτέλεσμα ή η κατάσταση του μειονεκτώ, η ύπαρξη ιδιότητας ή συστατικού σε πρόσωπο ή πράγμα κατά βαθμό μικρότερο σε σύγκριση με κάποιο άλλο πρόσωπο ή πράγμα, αυτό ως προς το οποίο υστερεί κάποιος από κάποιον άλλο
2. έλλειψη, ελάττωμα, ατέλεια («το σπίτι αυτό έχει πολλά μειονεκτήματα»).