νηματοειδής

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με νήμα
2. φρ. α) «νηματοειδής έκφυση»
ανατ. πολύ λεπτή προεκβολή ή απόληξη μερικών οργάνων ή κυτταρωδών στοιχείων του σώματος, αλλ. νημάτιο
β) «νηματοειδής σφυγμός»
(παθολ.) συχνός, ασθενής και ανώμαλος σφυγμός ο οποίος καθίσταται μόλις αντιληπτός με την ψηλάφηση σε περιπτώσεις σοκ, σε σηπτικές καταστάσεις, σε μεγάλες αιμορραγίες κ.ά.