(ΑΜ νησοποιῶ, -έω)μεταβάλλω μιαν έκταση σε νησί, αφού τήν αποκόψω με διώρυγα από τη συνέχειά της στην ξηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -ποιῶ (< -ποιός), πρβλ. νοσοποιώ, φθοροποιώ].