νούμερο
Greek Monolingual
το (Μ νούμερο και νούμερον)
αριθμός
νεοελλ.
1. (για ενδύματα και υποδήματα) μέγεθος («τί νούμερο παπούτσι φοράς;»)
2. αυτοτελής σκηνή σε επιθεώρηση, σε θέατρο ή σε νυκτερινό κέντρο διασκέδασης
3. οι ηθοποιοί που εκτελούν τις παραπάνω σκηνές
4. (με ειρωνική σημ.) άτομο που προκαλεί το γέλιο, άνθρωπος που προκαλεί κοροϊδευτικά σχόλια εις βάρος του («είναι το νούμερο της παρέας»)
5. στον πληθ. τα νούμερα
οι λογαριασμοί
μσν.
στον πληθ. ονομασία φυλακής στην Κωνσταντινούπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. numerus «αριθμός», με αλλαγή γένους, ή < ιταλ. numero].