ντύνω
Greek Monolingual
1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με ένδυμα ή κάλυμμα, ενδύω ή επενδύω, καλύπτω με επένδυση (α. «ντύσε καλά το παιδί για να μην κρυώσει» β. «τον έντυσα πολύ βαριά, χωρίς να κάνει κρύο» γ. «συνηθίζω να ντύνω τα βιβλία μου για να μη λερώνονται»)
2. μέσ. ντύνομαι
α) βάζω τα ρούχα μου
β) φορώ τα καλά μου ρούχα για να κάνω επίσκεψη ή να μετάσχω σε επίσημη εκδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐν-δύω με σίγηση του αρκτικού άτονου -ε- (πρβλ. μπαίνω < αρχ. ἐμ-βαίνω), όπου το αρχαίο -δ- / d / σε περιβάλλον μετά από έρρινο σύμφωνο (μ, ν) διατήρησε την αρχαία του προφορά ως ντ / d /].