ξυρίζω
English (LSJ)
= ξυρέω, Sch.Nic.Al.410:—Med., fut. inf. -ιεῖσθαι, f.l. for ξυρεῖσθαι, Alciphr.3.66.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρίζω: ξῠρίζομαι, μεταγεν. τύποι τοῦ ξυράω, Ἀλκίφρων 3. 66.
Greek Monolingual
και ξουρίζω (Α ξυρίζω) ξυρόν
κόβω με ξυράφι ώς το δέρμα τις τρίχες διαφόρων μερών του σώματος, κυρίως του προσώπου
νεοελλ.
1. (για παγερό άνεμο, ιδίως για τον βοριά) είμαι σφοδρός και παγερός, πνέω με ψυχρές ριπές
2. ταλαιπωρώ κάποιον ακατάσχετα με φλυαρία και ψεύδη
3. πωλώ κάτι πολύ ακριβά («αυτό το μαγαζί ξυρίζει»).