η (Α ὁμοείδεια και ὁμοειδία) ομοειδήςταυτότητα ως προς το είδος ή ως προς τη μορφήαρχ.1. ομοιότητα τονισμού2. (για διαγωγή) συνέπεια, σταθερότητα.