και νοματίζω (Α ὀνοματίζω όνομανεοελλ.1. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω2. αναφέρω το όνομα κάποιου ή καλώ κάποιον με το όνομά του, κατονομάζω3. καταγγέλλω ονομαστικάαρχ.1. φιλονικώ για τα ονόματα2. κάνω άσκοπη χρήση ονόματος.