ὀνοματίζω

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτίζω Medium diacritics: ὀνοματίζω Low diacritics: ονοματίζω Capitals: ΟΝΟΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: onomatízō Transliteration B: onomatizō Transliteration C: onomatizo Beta Code: o)nomati/zw

English (LSJ)

dispute about names, Gal.18(2).870.

Greek Monolingual

και νοματίζωὀνοματίζω όνομα
νεοελλ.1. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω
2. αναφέρω το όνομα κάποιου ή καλώ κάποιον με το όνομά του, κατονομάζω
3. καταγγέλλω ονομαστικά
αρχ.
1. φιλονικώ για τα ονόματα
2. κάνω άσκοπη χρήση ονόματος.