ονοματολογία

Greek Monolingual

η
1. το σύνολο τών όρων ενός επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου, ορολογία («ιατρική ονοματολογία»)
2. η διερεύνηση, διευκρίνηση και εξήγηση τών ονομασιών τών διαφόρων μερών ή τών τμημάτων που συγκροτούν ένα σύνολο (α. «ονοματολογία του οπλοπολυβόλου» β. «ονοματολογία τών ιατρικών οργάνων»)
3. κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με τη συλλογή, κατάταξη και ετυμολογική προέλευση προσωπωνυμίων και τοπωνυμίων.
4. γλωσσ. η επιστήμη που μελετά τα ονόματα και τις ονομασίες σε όλες τις χρήσεις τους
5. φρ. «επιστημονική ονοματολογία» — σύστημα ονοματοθεσίας και ονοματοποιίας που αφορά τους όρους διαφόρων επιστημονικών κλάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. onomatologie (< όνομα + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Κ. Ι. Ζαβίρα].