η (Α ὀξυδέρκεια) οξυδερκήςη οξύτητα της όρασης, η οξεία όρασηνεοελλ.μεγάλη ικανότητα αντίληψης τών πραγμάτων, οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνοια, διορατικότητα.