ορούω

Greek Monolingual

ὀρούω (ΑΜ)
(επικ. και ποιητ. τ.)
1. εγείρομαι και ορμώ βίαια προς τα εμπρός ή εναντίον κάποιου, εφορμώ, επιπίπτω, επιτίθεμαι
2. κινώ
3. παλεύω εναντίον κάποιου («τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει», Πίνδ.)
4. είμαι έτοιμος ή πρόθυμος να πράξω κάτι
5. εγείρομαι, υψώνομαι («ἐκ... κεφαλῆς δίδυμον κέρας ἰθὺς ὀρούει», Οππ.)
6. ξεκινώ, εξορμώ από κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όρνυμι].