οὐλοφόνος, -ον (Α)1. ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οὐλοφόνοντο ποώδες φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία χαμαιλέων ο μέλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + φόνος.