οὐλοφόνος
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
German (Pape)
[Seite 414] für ὁλοφόνος, ganz tödtend, Nic. Al. 280.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοφόνος: -ον, (οὖλος Α) λίαν ὀλέθριος, θανατηφόρος, Νικ. Ἀλεξιφ. 280.
Greek Monolingual
οὐλοφόνος, -ον (Α)
1. ολέθριος, καταστρεπτικός, θανατηφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οὐλοφόνον
το ποώδες φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία χαμαιλέων ο μέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + φόνος.