οἰακονόμος
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dirige le gouvernail, pilote.
Étymologie: οἴαξ, νέμω.
German (Pape)
[ᾱ], das Steuer lenkend, der Steuermann, übertragen, νέοι γὰρ οἰακονόμοι κρατοῦσ' Ὀλύμπου, Aesch. Prom. 149.
Russian (Dvoretsky)
οἰᾱκονόμος: ὁ кормчий Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
οἰᾱκονόμος: ὁ, πηδαλιοῦχος· μεταφ. κυβερνήτης, διοικητής, Αἰσχύλ. Πρ. 149.
Greek Monolingual
ο (Α οἰακονόμος)
νεοελλ.
ναυτ. αξιωματικός ή υπαξιωματικός προϊστάμενος τών οιακιστών ενός σκάφους
αρχ.
1. πηδαλιούχος, οίακιστής
2. (κατ' επέκτ.) διοικητής, κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «πηδάλιο» + -νόμος].
Greek Monotonic
οἰᾱκονόμος: ὁ (νέμω), τιμονιέρης, πηδαλιούχος· μεταφ., καθοδηγητής, κυβερνήτης, διοικητής, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
οἰᾱκο-νόμος, ὁ, νέμω
a helmsman: metaph. a pilot, ruler, Aesch.