οὔνει
English (LSJ)
Greek Monolingual
οὔνει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ' αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και ετυμολογίας (βλ. λ. εριούνιος). Οι αρχαίοι σχολιαστές και λεξικογράφοι έδωσαν στα σύνθ. ἐριούνης / ἐριούνιος τη σημ. «ευεργέτης, αγαθοεργός» και τά συνέδεσαν με το ρ. ὀνίνημι «ωφελώ». Κατ' άλλη όμως άποψη, αρχικοί πρέπει να θεωρηθούν οι τ. «οὖνον
Κύπριοι δρόμον» και «οὔνει
δεῦρο, δράμε
Ἀρκάδες». Κατά την ίδια άποψη, οι τ. πρέπει να συνδεθούν με το κυπρ. ανθρωπωνύμιο Φιλούνιος, που θεωρείται ότι αντιστοιχεί με το αττ. Φιλόδρομος, οπότε η σημ. τών ἐριούνης / ἐριούνιος πρέπει να ήταν «καλός δρομέας»].