παθογόνος
Greek Monolingual
-ο
1. ιατρ. κάθε παράγοντας ικανός να προκαλέσει νόσο, πάθηση (α. «παθογόνος μικροοργανισμός» β. «παθογόνος δράση τών μικροβίων»)
2. φρ. α) «παθογόνος δύναμη»
(μικρβλ.) ο βαθμός ικανότητας ενός παθογόνου μικροβίου ή ιού να προκαλέσει νόσο
β) «παθογόνος ικανότητα» — η ικανότητα ενός οργανισμού ή ιού να προκαλεί ασθένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pathogene (< πάθος + -γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη].