παραπόδιος

English (LSJ)

poet. παρπόδιος, ον, at the feet, i.e. imminent, φόνος Pi.N.9.38.

German (Pape)

[Seite 495] vor den Füßen liegend, d. i. gegenwärtig, Pind. in poet. Form παρπόδιος, N. 9, 38.

Russian (Dvoretsky)

παραπόδιος: дор. παρπόδιος 2 лежащий у ног, т. е. имеющийся в наличии, настоящий Pind.

Greek (Liddell-Scott)

παραπόδιος: ποιητ. παρπ-, ον, ὁ παρὰ τοὺς πόδας, δηλ. παρών, πρόχειρος, Πινδ. Ν. 9. 90.

Greek Monolingual

-ο / παραπόδιος και ποιητ. τ. παρπόδιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το παραπόδιο
ζωολ. α) πλευρική προέκταση σε κάθε μεταμερές του σώματος τών πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων το οποίο φέρει μεγάλον αριθμό μεταξωδών σμηρίγγων και χρησιμεύει στο ζώο για την έρπηση ή την κολύμβηση
β) πλευρικός λοβός του πόδα τών οπισθοβράγχιων μαλακίων
αρχ.
αυτός που βρίσκεται μπροστά στα πόδια, δηλ. ο επικείμενος («φόνου παρποδίου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πούς, ποδός + επίθημα -ιος].

Greek Monotonic

παραπόδιος: ποιητ. παρπ-, -ον (πούς), αυτός που βρίσκεται μπροστά στα πόδια, δηλ. παρών, ενεστώς, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πούς
at the feet, i. e. present, Pind.