-έω, Α1. μετρώ, υπολογίζω μαζί με κάτι, συναριθμώ2. μετρώ πράγματα ή είδη σε απογραφή3. (για λόγους) δίνω σε κάτι ιδιαίτερη αξία4. κάνω λάθος στο μέτρημα, λογαριάζω εσφαλμένα5. εξαπατώ, κοροϊδεύω στο μέτρημα.