παραφρονέω

English (LSJ)

A to be beside oneself, be deranged, rave, rage, be out of one's senses Hdt.1.109,3.34,35, A. Th.806, S.Ph.815, Ar.Nu.S44, Antipho 2.2.9, etc.: poet. παραιφρονέω Theoc.25.262 (v.l.).
2 to be delirious, v.l.in Hp.Prog.10.

German (Pape)

[Seite 507] von Sinnen od. von Verstande sein, sinnlos, wahnsinnig sein; παραφρονῶ φόβῳ λόγου, Aesch. Spt. 788; Soph. Phil. 804; Ar. Vesp. 8 u. öfter; Her. 3, 34. 35 u. sonst; Antiph. 2 β 9; Plat. Legg. X, 899 u. Folgde; in poet. Form Theocr. 25, 262, ὀδύναισι παραιφρονέοντα βαρείαις.

French (Bailly abrégé)

παραφρονῶ :
être hors de son bon sens, déraisonner, être fou.
Étymologie: παράφρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφρονέω, poët. παραιφρονέω [παράφρων] Ion. inf. παραφρονέειν, ptc. παραφρονέων, buiten zinnen zijn; geneesk. ijlen.

Russian (Dvoretsky)

παραφρονέω: поэт. παραιφρονέω быть помешанным, лишиться рассудка Her., Soph., Theocr., Arph. etc.: π. τινι Aesch. обезуметь, быть вне себя от чего-л.

English (Strong)

from παρά and φρονέω; to misthink, i.e. be insane (be silly): as a fool.

English (Thayer)

παραφρόνω; (παράφρων (from παρά (which see IV:2) and φρήν, 'beside one's wits')); to be beside oneself, out of one's senses, void of understanding, insane: Aeschylus and Herodotus down; once in the Sept., Zechariah 7:11.)

Greek Monotonic

παραφρονέω: (παράφρων), είμαι εκτός λογικής, διαταραγμένος ή τρελός, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ποιητ. παραιφρονέω, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

παραφρονέω: (παράφρων) εἶμαι ἔξω φρενῶν, παράφρων, Ἡρόδ. 1. 109 (πρβλ. μαίνομαι), 3. 34, 35, Ἱππ. Προγν. 39, Αἰσχύλ. Θήβ. 806, Σοφ. Φιλ. 815, Ἀριστοφ. Νεφ. 844, Ἀντιφῶν 117. 17, κτλ.· ποιητ. παραιφρ-, Θεόκρ. 25. 262.

Greek Monolingual

παραφρονῶ, παραφρονέω και μτγν. ποιητ. τ. παραιφρονῶ, ΝΜΑ
τρελαίνομαι, είμαι ή γίνομαι παράφρονας, τρελός
αρχ.
κατέχομαι από παραλήρημα, παραληρώ.

Middle Liddell

παράφρων
to be beside oneself, be deranged or mad, Hdt., Aesch., etc.; poet. παραιφρονέω, Theocr.

Chinese

原文音譯:parafronšw 爬拉-弗羅尼哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)在旁-意向的
字義溯源:狂想,妄想,無理性行動,瘋狂,狂妄;由(παρά)*=旁,出於)與(φρονέω)=想著)組成;而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思,悟性)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 狂妄的(1) 林後11:23