παραφυάδα

Greek Monolingual

η / παραφυάς, -άδος, ΝΜΑ
νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα του κορμού ή από τη ρίζα του φυτού, κατά μήκος της επιφάνειας του εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι
2. μτφ. διακλάδωση, παρακλάδι
μσν.
μτφ. (στη λογ.) υποδιαίρεση
αρχ.
(σχετικά με ζώα)
1. διακλάδωση φλέβας
2. κάθε απόφυση, όπως τών ποδιών του αστακού κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραφύω + επίθημα -ός, -άδος
(πρβλ. αποφυάς)].