παρετυμολογία

Greek (Liddell-Scott)

παρετυμολογία: ἡ, Σχολ. Ἰω. Τζέτζου Ἀλληγ. Ἰλ. Θ. 158 (σ. 132 τῆς ἐκδ. Bois). - Οὕτε ἡ λέξις αὕτη οὔτε τὸ περιειλημμένον ἐν τῷ Θησ. Στεφάνου ῥῆμα παρετυμολογέω, -ῶ, εἶχον τὸ πάλαι σημασίαν τὴν τοῦ κακῶς ἐτυμολογεῖν, ἀλλ’ ἁπλῶς τὴν τοῦ παρά τινος ἢ ἔκ τινος ἐτυμολογεῖν, καὶ φαίνεται ὅτι λέξιν ἰδίαν οἱ παλαιοὶ δηλωτικὴν κακῆς ἐτυμολογίας δὲν εἶχον πλάσει, ἐνῷ ἀληθῶς εἰπεῖν ἦσαν πλήρεις τοῦ πράγματος. Εἰς ἡμᾶς ὅμως τὴν σήμερον, προσπαθοῦντας νὰ διαστέλλωμεν καλὰς καὶ κακὰς ἐτυμολογίας, πρόσφορον εἶναι νὰ μεταχειριζώμεθα τὸ παρετυμολογεῖν καὶ τὴν παρετυμολογίαν μόνον ἐπὶ κακοῦ, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

η
η εσφαλμένη ετυμολογία μιας λέξης, δηλ. η εσφαλμένη ερμηνεία του ετύμου, της αληθινής και αρχικής σημασίας και μορφής μιας λέξης και κατά συνέπεια η εσφαλμένη απόδοσή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρετυμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ. Πανταζίδη].