περίπτωση
Greek Monolingual
η / περίπτωσις, -ώσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. -ιος Α περιπίπτω
καθετί που συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί, τυχαίο περιστατικό, πιθανή κατάσταση, ενδεχόμενο («δεν προβλέπεται περίπτωση σύρραξης»)
νεοελλ.
1. η μορφή, ο τρόπος κατά τον οποίο μπορεί να συμβεί ή να εκδηλωθεί κάτι
2. φρ. α) «εν ῃ περιπτώσει» ή «στην περίπτωση που [ή κατά την οποία]» — εάν συμβεί να...
β) «σε αντίθετη περίπτωση» — αν, αντίθετα, συμβεί να...
γ) «σε καμιά περίπτωση» — ουδέποτε, ποτέ
δ) «εν πάση περιπτώσει» — όπως και αν έχουν τα πράγματα, οπωσδήποτε
ε) «σε αυτήν την περίπτωση» — αν συμβεί αυτό
στ) (για πρόσ.) (με μτφ. σημ.) «είναι περίπτωση» — παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στη συμπεριφορά του
αρχ.
1. (για αστέρα) η είσοδος στη σκιά της Γής
2. πείρα, εμπειρία
3. φρ. «ἀπὸ περιπτώσεως» — συμπτωματικά.