περίσσεια
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ και περίσσεια ΜΑ περισσεύω
περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία, πλήθος («oἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος λαμβάνοντες», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «ασθένεια περίσσειας»
(φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται σε ασθένεια η οποία προκαλείται σε φυτό από την ύπαρξη στο έδαφος σε πολύ μεγάλη ποσότητα των απαραίτητων για τη διατροφή του χημικών στοιχείων
μσν.-αρχ.
1. φρ. «κατὰ περισσείαν» — κατά πλεονασμό, ως εκ περισσού»
2. κέρδος, όφελος, προαγωγή, πρόοδος, προκοπή («τίς περίσσεια τῷ ἀνθρώπω ἐν μόχθῳ αὐτοῦ ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον», ΠΔ).