περιδίδομαι
French (Bailly abrégé)
f. περιδώσομαι, ao.2 περιεδόμην, etc.
déposer le montant d'une gageure ; gager, parier, avec le gén. de l'enjeu : τρίποδος IL un trépied ; περίδου νυν ἐμοί AR voyons ! parie avec moi.
Étymologie: περί, δίδωμι.
Greek Monotonic
περιδίδομαι: Μέσ. του περιδίδωμι (το οποίο δεν συναντάται), βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω, με γεν. πράγμ. (δηλ. της τιμής), τρίποδος περιδώμεθον ἠέ, άσε μας να βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα, δηλ. άσε μας να στοιχηματίσουμε έναν τρίποδα (και να τον πληρώσει δηλ. όποιος χάσει), σε Ομήρ. Ιλ.· ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, θα στοιχηματίσω για τον εαυτό μου, δηλ. θα είμαι ο ίδιος εχέγγυος, σε Ομήρ. Οδ.· περιδίδομαι πότερον, βάζω στοίχημα εάν, σε Αριστοφ.· ομοίως, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω το κεφάλι μου, στον ίδ.· με την προσθήκη δοτ., περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, στον ίδ.· περίδου νῦν ἐμοί, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περιδίδομαι: (fut. περιδώσομαι, aor. 2 περιεδόμην) предлагать в заклад, вкладывать в игру, ставить: τρίποδος περιδώμεθον! (dual. aor. 2 conjct.) Hom. давай поставим (в нашем споре) треножник!; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς Hom. ручаюсь собой (слова Эвриклеи); π. περὶ τῆς κεφαλῆς Arph. ручаться (своей) головой; περίδου ἐμοί Arph. побейся со мной об заклад.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-δίδομαι, ep. conj. aor. 1 plur. περιδώμεθον, wedden om; met gen..; τρίποδος ἠὲ λέβητος om een drievoet of een grote ketel Il. 23.485; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς ik zal er mijn hoofd om verwedden Od. 23.78; ook met περί + gen.. περὶ θυμιτιδᾶν ἁλῶν om zout met tijm Aristoph. Ach. 772.
Middle Liddell
Mid. of περιδίδωμι [Mid. of περιδίδωμι, which does not occur
to stake or wager, c. gen. rei (i. e. pretii), τρίποδος περιδώμεθα ἠὲ λέβητος let us make a wager of a tripod, i. e. let us wager a tripod (to be paid by the loser), Il.; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς I will wager for myself, i. e. pledge myself, Od.; π. πότερον to lay a wager whether, Ar.; so, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς I stake my head, Ar.; c. dat. pers. added, περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν have a wager with me for a little thyme-salt, Ar.; περίδου νῦν ἐμοί Ar.