περιημεκτέω

English (LSJ)

to be aggrieved, chafe, τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, etc., Hdt.1.44,164, 4.154, al.: c. gen. pers., to be aggrieved at or be aggrieved with him, Id.8.109: abs., Id.1.114. (ἡμεκτέω only in Hsch.)

German (Pape)

[Seite 576] (das simplex kommt nicht vor, wahrscheinlich hängt es mit αἷμα, αἱμάσσω zusammen und drückt den heftigen Schmerz einer Wunde aus, vgl. ἡμωδία, ἡμωδιάω), eigtl. heftigen Schmerz empfinden, betrübt, unwillig sein oder werden; τῇ συμφορῇ, über das Unglück, Her. 1, 44; τῇ δουλοσύνῃ, 1, 164, öfter; u. absolut, 1, 114; u. c. gen., 8, 109; οὗτοι γὰρ μάλιστα ἐκπεφευγότων περιημέκτεον, sie waren am meisten darüber unwillig, daß jene entflohen waren; die VLL. erkl. ἀγανακτεῖν, ἀνιᾶσθαι.

French (Bailly abrégé)

περιημεκτῶ :
être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.
Étymologie: περί, ἡμεκτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ημεκτέω [etym. onzeker] intrans. zeer verbitterd zijn:. περιημεκτέων δὲ τῇ συμφορῇ zeer verbitterd vanwege zijn ongeluk Hdt. 1.44.2; ἐκπεφευγότων περιημέκτεον zij waren zeer ontstemd, omdat zij (de Perzen) ontkomen waren Hdt. 8.109.1.

Russian (Dvoretsky)

περιημεκτέω:
1 сильно страдать, быть подавленным (τῇ συμφορῇ Her.);
2 быть возмущенным (τῇ ἀπάτῃ Her.);
3 досадовать: π. ἐκπεφευγότων Her. досадовать на то, что (враги) убежали.

Greek Monotonic

περιημεκτέω: μέλ. -ήσω, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, δυσφορώ υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., αγανακτώ με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το -ημεκτέω είναι αμφίβ.).

Greek (Liddell-Scott)

περιημεκτέω: κυρίως, αἰσθάνομαι σφοδρὸν πόνον, ἀνιῶμαι μεγάλως, δυσφορῶ, ἀγανακτῶ, τινί, διά τι πρᾶγμα, ὡς τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, κτλ., Ἡρόδ. 1.44, 164., 4.154· ἀλλὰ μετὰ γεν. προσ., ἀγανακτῶ, δυσαρεστοῦμαι πρός τινα, κατά τινος, 8.109· ἀπολ., 1.114. (Τὸ ἁπλοῦν -ημεκτέω ἀπαντᾷ μόνον ἐν νόθῳ τινὶ γλωσσ. τοῦ Ἡσυχ., ἴδε Schmidt. Ἡ κατάληξις δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὴν τοῦ πλέονεκτέω καὶ ἀγανακτέω, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς συλλαβῆς -ημ δὲν ἔχει ἀνακαλυφθῆ).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to experience fierce unwillingness, to be upset (Hdt.), from there ἠμεκτεῖ δυσφορεῖ H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive formation like the synonymous ἀγανακτέω (s. v.) and ὑλακτέω; further unclear. Hypothesis by Frisk Eranos 50, 8 ff. (with critism of earlier proposals): from *περι-εμέω with compositional lenthening as in εὑ-ημέτης?

Middle Liddell

fut. ήσω
to be much aggrieved, to chafe greatly at, c. dat., Hdt.; c. gen. pers. to be aggrieved at or with him, Hdt. (Deriv. of -ημεκτέω uncertain.)

Frisk Etymology German

περιημεκτέω: {periēmektéō}
Grammar: v.
Meaning: heftigen Unwillen empfinden, aufgeregt sein (Hdt.), daraus ἠμεκτεῖ· δυσφορεῖ H.
Etymology: Expressive Bildung wie das synonyme ἀγανακτέω (s. d.) und ὑλακτέω; sonst unklar. Hypothese von Frisk Eranos 50, 8 ff. (mit Kritik früherer Vorschläge): aus *περιεμέω erweitert mit kompositioneller Dehnung wie in εὐημέτης?
Page 2,513