περικαταλαμβάνω

English (LSJ)

A embrace, enclose, hem in on all sides, Arist.Pr. 946b38 (Pass.).
2 overtake, περικαταλαμβάνει γὰρ ὁ νέος [καρπὸς] ἀεὶ τὸν ἔνον Thphr. HP 4.2.5, cf. 3.4.5, 3.16.1, D.S.4.54, 20.74, al.; θάλασσα π. τοὺς Αἰγυπτίους J.AJ2.16.3:—Pass., Archyt.1, J. AJ20.4.1; π. τῇ ὥρᾳ to be overtaken by... Thphr. CP 2.81; π. ὑπὸ τοῦ ῥεύματος, ὑπὸ τῆς φλογός, Arist.Mu.400b1, Plb.14.4.10; περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς compelled by circumstances, Id.16.2.8.
II intr., περικαταλαβούσης τῆς ὥρας the season having come round or returned, Thphr. De Odoribus 39.

German (Pape)

[Seite 578] (s. λαμβάνω), rings umfassen, umschließen, ergreifen, zwingen; περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς, Pol. 16, 2, 8; περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν, 14, 4, 10, u. öfter; vgl. Arist. περικαταληφθέντων ὑπὸ τοῦ ῥεύματος, de mundo 6, 33; auch = fassen, einholen, ὁ νέος καρπὸς περικαταλαμβάνει ἀεὶ τὸν ἔνον, die neue Frucht holt immer die jährige ein, Theophr., der es auch intrans. braucht, περικαταλαβούσης τῆς ὥρας, sobald die Jahreszeit nach vollendetem Kreislaufe wiedergekehrt ist, den Kreislauf von Neuem begonnen hat.

French (Bailly abrégé)

atteindre en faisant un tour complet, rejoindre.
Étymologie: περί, καταλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

περικαταλαμβάνω: окружать, охватывать кольцом (περικαταληφθεὶς ὑπὸ τοῦ ῥεύματος Arst.): περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς Polyb. принуждаемый обстоятельствами.

Greek (Liddell-Scott)

περικαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω, περικλείω πανταχόθεν, Ἀριστ. Προβλ. 25, 56, 2, Διόδ. 4. 54. - Παθ. περικαταληφθέντων ὑπὸ τοῦ ῥεύματος Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 33· ὑπὸ τῆς φλογὸς Πολύβ. 14. 4, 10. 2) μεταφορ., καταλαμβάνω, καταφθάνω, προφθάνω, περικαταλαμβάνει γὰρ ὁ νέος (καρπὸς) ἀεὶ τὸν ἔνον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 5, πρβλ. 3. 4. 5., 3. 16, 1· οὕτως ἐν τῷ παθ., π. τῇ ὥρᾳ, καταλαμβάνομαι ὑπὸ ..., ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17. 8· ὡσαύτως, περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς, ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῶν περιστάσεων, Πολύβ. 16. 2, 8. ΙΙ. ἀμετάβ., περικαταλαβούσης τῆς ὥρας, ἐπανελθούσης, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 39· ἴδε περὶ Ζ. 11.

Greek Monolingual

Α
1. περιβάλλω, περικλείω από παντού
2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.)
3. παθ. περικαταλαμβάνομαι
αναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς» — αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.)
4. (αμτβ.) επέρχομαι, φθάνω, αρχίζω («περικαταλαβούσης τῆς ὥρας», Θεόφρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-καταλαμβάνω inhalen.