περιτειχίζω
English (LSJ)
A wall all round, πλίνθοις ὥσπερ Βαβυλῶνα Ar.Av.552: —Pass., τόπος -τετειχισμένος BGU993 iii 1 (ii B. C.), etc.
2 surround with a wall, so as to beleaguer, πόλιν κύκλῳ Th.2.78, cf. 4.69; Μυτιλήνην ἐν κύκλῳ ἁπλῷ τείχει Id.3.18; τείχει διπλῷ D.59.102:—Pass., Th.3.68.
II build round, in Med., ξύλινον τεῖχος πολίταις Themist.Ep.8:—Pass., ὁ περιτετειχισμένος κύκλος X.HG5.3.22.
III metaph., fortify, θεωρίαν ἐρείσμασι Vett.Val.334.10.
German (Pape)
[Seite 596] ummauern, πλίνθοις, Ar. Av. 552; einen Ort mit einer Mauer befestigen, Plut. Pericl. 27; gew. einschließen und belagern, Thuc. 2, 78 u. öfter; τείχει διπλῷ, Dem. 59, 102; vgl. Pol. περιτετειχισμένος καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν, 39, 1, 8; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 élever un mur autour, entourer d'un mur pour investir;
2 construire autour.
Étymologie: περί, τειχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τειχίζω ommuren, een muur om... heen bouwen, spec. bij een belegering:. οἱ δὲ Πελοποννήσιοι... περιετείχιζον τὴν πόλιν κύκλῳ de Spartanen bouwden een muur helemaal rond de stad Thuc. 2.78.1.
Russian (Dvoretsky)
περιτειχίζω: окружать стеной, обносить: π. πλίνθοις Βαβυλῶνα Arph. обносить Вавилон кирпичной стеной; ὁ περιτετειχισμένος κύκλος Xen. кольцо укреплений; π. Μυτιλήνην ἐν κύκλῳ τείχει Thuc. обнести кругом Митилену стеной (для осады).
Greek (Liddell-Scott)
περιτειχίζω: περιβάλλω διὰ τείχους, τειχίζω ὁλόγυρα, πλίνθοις Βαβυλῶνα Ἀριστοφ. Ὄρν. 552. 2) περικλείω διὰ τείχους καὶ πολιορκῶ, Θουκ. 2. 78., 4. 69· Μυτιλήνην ἐν κύκλῳ ἁπλῷ τείχει ὁ αὐτ. 3. 18· τείχει διπλῷ Δημ. 380. 1· ― Παθ., Θουκ. 3. 68. ΙΙ. τειχίζω, κτίζω ὁλόγυρα, ὁ περιτετειχισμένος κύκλος Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 22.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τειχίζω
περιβάλλω με τείχος
νεοελλ.
κτίζω, ανεγείρω κάτι γύρω από κάτι άλλο
μσν.-αρχ.
μτφ. ενισχύω, δυναμώνω
αρχ.
αποκλείω με τείχος, πολιορκώ.
Greek Monotonic
περιτειχίζω: μέλ. -σω,
I. 1. περιτειχίζω ολόγυρα, πλίνθοις Βαβυλῶνα, σε Αριστοφ.
2. περιβάλλω με τείχος ώστε να πολιορκήσω, σε Θουκ.
II. χτίζω ολόγυρα, ὁ περιτετειχισμένος κύκλος, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
I. to wall all round, πλίνθοις Βαβυλῶνα Ar.
2. to surround with a wall, so as to beleaguer, Thuc.
II. to build round, ὁ περιτετειχισμένος κύκλος Xen.
Lexicon Thucydideum
muro circumdare, to surround with a wall, 2.78.1, 3.18.4, 4.69.1, 5.75.5, 5.114.1, 7.11.3, 7.42.4.
PASS. 3.64.3, 3.68.1. 4.132.1, 4.133.4.