περιωθέω

English (LSJ)

A push, shove about, περιωθῶν καὶ ἐλαύνων τοὺς ἀνθρώπους D.21.173.
2 push or force round, π. εἴσω τὴν ἀναπνοήν Pl.Ti.79c, cf. e, Arist.Resp.472b18:—Pass., to be pushed away, περιεώσμεθα ἐκ πάντων Th.3.57; π. ἔν τινι lose one's place in a person's favour, ib. 67; ἀσθενὲς ὂν π. ὑπὸ τοῦ βιαιοτέρου D.H.7.25; εἰς τὴν φάραγγα περιωσθείς App.BC1.45: abs., to be rejected, be defeated, Arist.Pol.1304a8 (v.l. περιωρισθείς), cf. 1306a32.
3 λόγων ἀρετῇ περιωθούμενος moved by... J.AJ 17.3.1.

German (Pape)

[Seite 601] (s. ώθέω), herumstoßen, -drängen; Plat. Tim. 79 c; τὸ περιωσθέν, ib. e; Dem. 21, 173; verstoßen, verdrängen, verschmähen, καὶ μὴ τοῖς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῖν, Thuc. 3. 67; Plut. u. a. Sp. – Einen neuen Vorstoß an alte Kleider setzen, περιῶσαι, Poll. 7. 64.

French (Bailly abrégé)

περιωθῶ :
f.περιώσω, ao. περιῶσα;
Pass. ao. περιώσθην;
repousser tout autour ; refouler (l'air, la respiration, etc.) acc.;
fig. repousser, éloigner par un refus, dédaigner, acc..
Étymologie: περί, ὠθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ωθέω wegduwen:; ὁ ἀὴρ... τὴν ἀναπνοὴν περιωθεῖ de lucht drukt de adem weg Plat. Tim. 79c; pass..; μὴ τοῖς τῶνδε λόγοις περιωσθῶμεν ἐν ὑμῖν dat wij niet door hun woorden worden verstoten door jullie Thuc. 3.67.6; overdr. achterstellen:. ἐκ τοῦ περιωθεῖσθαι ἑτέρους ὑφ’ ἑτέρων doordat de ene groep door de andere werd achtergesteld Aristot. Pol. 1306a32.

Russian (Dvoretsky)

περιωθέω:
1 вталкивать (εἴσω τὴν ἀναπνοήν Plat.): τὸ περιωσθέν Plat. нагнетенное, т. е. втянутый воздух;
2 выталкивать, вытеснять; отвергать: περιεώσμεθα ἐκ πάντων Thuc. мы (платейцы), отвергнуты всеми; μὴ περιωσθῶμεν ἐν ὑμῖν Thuc. чтобы мы не были отвергнуты вами;
3 угнетать, притеснять (τοὺς ἀνθρώπους Dem.; γίνονται δὲ στάσεις ἐκ τοῦ περιωθεῖσθαι ἑτέρους ὑφ᾽ ἑτέρων Arst.).

Greek Monotonic

περιωθέω: μέλ. -ώσω,
1. σπρώχνω ή ωθώ, εδώ κι εκεί, σε Δημ.
2. σπρώχνω από το μέρος μου — Παθ., παρακ. περιέωσμαι, ωθούμαι μακριά, ἐκ πάντων περιεώσμεθα, σε Θουκ.· περιωθέω ἔν τινι, χάνω την εύνοια κάποιου, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιωθέω: μέλλ. -ώσω, ὠθῶ τινα τῇδε κἀκεῖσε, πάντα τρόπον περιωθῶν καὶ ἐλαύνων τοὺς ἀνθρώπους Δημ. 570. 17. 2) ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς, εἴσω τὴν ἀναπνοὴν περιωθεῖ Πλάτ. Τίμ. 79C, πρβλ. Ε, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 5. 2. ― Παθ., ἀποδιώκομαι, ἐκ πάντων περιεώσμεθα Θουκ. 3. 57· π. ἔν τινι, χάνω τὴν εὔνοιάν τινος, αὐτόθι 67· ἀσθενὲς ὂν π. ὑπὸ τοῦ βιαιοτέρου Διον. Ἁλ. 7. 25· π. εἰς τὴν φάραγγα Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 45· ― ἀπολ., ἀπορρίπτομαι, νικῶμαι, Λατ. repulsam ferre, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 6 (διάφ. γραφ. περιωρισθείς), πρβλ. 5. 6, 14.

Middle Liddell

fut. -ώσω
1. to push or shove about, Dem.
2. to push from its place:—Pass. perf. περιέωσμαι, to be pushed away, ἐκ πάντων περιεώσμεθα Thuc.; π. ἔν τινι to lose one's place in a person's favour, Thuc.