πλάση

Greek Monolingual

η / πλάσις, -εως, ΝΜΑ πλάσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλάθω, σχηματισμός, διαμόρφωση, πλάσιμο
νεοελλ.
1. το σύνολο τών όντων που, κατά τη θρησκεία, δημιουργήθηκαν από τον θεό, η κτίση, το σύμπαν
2. στον πληθ. οι πλάσεις
(ποιητ.) τα πλάσματα του σύμπαντος
αρχ.
1. άσκηση, εκγύμναση της φωνής
2. (σχετικά με ρήτορες) σύνθεση, σύνταξη του λόγου
3. επινόηση, επίνοια.