πλαντάζω

Greek Monolingual

και πλαντώ / πλαντῶ, -άω, ΝΜ
αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια
2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά» — κοντεύει να σβήσει ή έσβησε η φωτιά εξαιτίας της έλλειψης αέρα
β) «να σκάσεις και να πλαντάξεις» — λέγεται ως κατάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πλαντάσσω < πλατάσσω (πρβλ. τάζω: τάσσω, ταράζω: ταράσσω), με έρρινο -ν- το οποίο απαντά ήδη στον μσν. τ. (για την προσθήκη έρρινου, πρβλ. μελίντακας: μελίτακας, όντας: όταν)].