πλεκτή

English (LSJ)

ἡ, prop. fem. of πλεκτός:
1 coil, wreath, ἐν πλεκταῖσι… ἐχίδνης A.Ch.248.
2 twisted rope, cord, string, E.Tr.958, 1010, Pl.Com.21.
3 fishing-basket or weel, Pl.Lg.824b, POxy.520.7 (ii A. D.).
4 = πλεκτάνη ΙΙ, Pl.Com.173.16.
5 pl., mats, Orph. A.403.

German (Pape)

[Seite 629] ἡ, 1) geflochtenes Seil, Tau, Strick, sc. σειρά, Aesch. Ch. 246; Eur. Troad. 958. 1010; Plat. com. bei Poll. 10, 142. – 2) geflochtener Korb, sc. σπυρίς, Sp. – 3) geflochtenes Jagdnetz, Plat. Legg. VII, 824. – 4) = πλεκτάνη, πολύποδος, Plat. com. bei Ath. I, 5 b (V. 16).

Russian (Dvoretsky)

πλεκτή:
1 извив, кольцо (πλεκταὶ ἐχίδνης Aesch.);
2 веревка, канат: πλεκταῖς σῶμα κλέπτειν Eur. украдкой спуститься по веревке;
3 охотничья сеть Plat.

Greek Monotonic

πλεκτή: ἡ, κυρίως θηλ. του πλεκτός,
1. σπείρα, συστροφή, σε Αισχύλ.
2. συνεστραμμένο σχοινί, σπάγγος, σχοινί, κορδόνι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πλεκτή: ἡ, κυρίως θηλ. τοῦ πλεκτός· 1) σπεῖρα, ἐν πλεκταῖσι... ἐχίδνης Αἰσχύλ. Χο. 248. 2) συνεστραμμένον σχοινίον, σχοινίον, Εὐρ. Τρῳ. 958, 1010, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 3. 3) κάλαθος ἢ δίκτυον ἁλιέως (πρβλ. πλέγμα), Πλάτ. Νόμ. 824Β. ΙΙ. = πλεκτάνη ΙΙΙ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 4. 17.

Middle Liddell

πλεκτή, ἡ,
properly fem. of πλεκτός;
1. a coil, wreath, Aesch.
2. a twisted rope, cord, string, Eur.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
v. πλεκτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεκτή f. van πλεκτός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. πλεκτός.