ποδιαίος
Greek Monolingual
-α, -ο / ποδιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει μήκος ενός ποδιού (α. «φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, πεπίστευται δ' εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης», Αριστοτ.
β. «ποδιαῖον τόπον», Λουκιαν.
γ. «πλάτος δίποδες, πάχος ποδιαῖος», επιγρ.
δ. «ποδιαίου μέτρου», Γεωπ.)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι («ποδιαίο οίδημα»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ποδιαία
πλευρά με μήκος ενός ποδιού, που λαμβάνεται ως μονάδα μήκους
2. φρ. «ποδιαῖον ποιοῦμαι» — ποδώ, δένω το ιστίο από τον πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. πλεθριαίος)].