ποδοχέω
English (LSJ)
guide a ship by means of the feet (πούς II.2), Antipho Soph.96, AB297.5 (written ποδοκέω):—hence ποδουχέω, govern, is restd. by Dind.in A.Pers.656 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 643] = πόδα ἔχειν, lenken, Antiphon bei Poll. 1, 98. Vgl. ποδοκέω.
Greek (Liddell-Scott)
ποδοχέω: διευθύνω πλοῖον κρατῶν τὸν πόδα, δηλ. τὸ κάτω ἄκρον τοῦ ἱστίου (ποὺς ΙΙ. 2), Πολυδ. Α΄, 98, Α. Β. 297. 5 (ἔνθα φέρεται ποδοκέω)· ― ὁ Dind. (Philol. 13. 485 κἑξ.) νομίζει ὅτι τὸ ῥῆμα τοῦτο εἶναι παλαιὸς τύπος τοῦ ποδουχέω (πρβλ. γαιήοχος, γηοῦχος, πολίοχος, πολιοῦχος), καὶ διορθοῖ εὖ ποδούχει (ἀντὶ εὖ ἐποδώκει), διηύθυνεν ἢ ἐκυβέρνα καλῶς, Αἰσχυλ. Πέρσ. 656.
Russian (Dvoretsky)
ποδοχέω: v.l. ποδουχέω πούς 7] направлять (στρατὸν εὖ Aesch.).