πολυμάθεια
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, = πολυμαθία (q.v.), Arist.Fr.62, Str.1.1.1, Ph.1.652, Luc.Salt.37: as pr. n. of a Muse at Sicyon, Plu.2.746e.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, das viel Lernen, Gelehrsamkeit, Luc. de salt. 33. 37. Vgl. πολυμαθία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grand savoir.
Étymologie: πολυμαθής.
Russian (Dvoretsky)
πολυμάθεια: (μᾰ) ἡ Luc. = πολυμαθία.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
η / πολυμάθεια, ΝΜΑ, και πολυμαθία και ιων. τ. πολυμαθίη, Α πολυμαθής
1. η ιδιότητα του πολυμαθούς, το να έχει μάθει κανείς και να γνωρίζει πολλά
2. ως κύριο όν. άλλη ονομασία της μούσας Πολύμνιας.
Translations
erudition
Armenian: ներհունություն; Bengali: এলেম; Bulgarian: ерудиция; Chinese Mandarin: 博學/博学, 學識/学识, 學問/学问, 學問/学问; Danish: lærdom, erudition; Dutch: geleerdheid, eruditie; Finnish: oppineisuus; French: érudition; Galician: erudición; German: Belesenheit, Gelehrtheit, Bildung, Gelehrsamkeit; Greek: πολυμάθεια, λογιότητα, σοφία; Ancient Greek: γραμματική, πολυϊστορία, πολυμάθεια, πολυμαθημοσύνη, πολυμαθία, πολυμαθίη, πουλυμαθημοσύνη; Hebrew: אוריינות; Hungarian: műveltség, tanultság; Japanese: 博学; Korean: 박학; Latin: doctrina, eruditio; Polish: erudycja, oczytanie; Portuguese: erudição; Romanian: erudiție; Russian: эрудиция, начитанность, умственный багаж; Serbo-Croatian: načitanost, начитаност, erudicija; Spanish: erudición; Swedish: bildning, beläsenhet, lärdom, erudition, vitterhet; Tagalog: kaalaliman; Turkish: bilginlik; Ukrainian: ерудиція, багаж знань, розумовий багаж