ὁ, Α1. διαστολέας ή υπόθετο του πρωκτού2. ιατρ. πώμα για τα ρουθούνια3. περινεϊκός γόμφος4. το φυτό σατύριον5. άλλη ονομασία για το φυτό ερυθρόνιο6. μικρό ανδρικό μόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].