προκάλυψη

Greek Monolingual

η / προκάλυψις, -ύψεως, ΝΑ προκαλύπτω
κάλυψη και προφύλαξη από εμπρός
νεοελλ.
στρ.
1. το σύνολο τών μέτρων που παίρνονται για την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης του εχθρού σε μια ορισμένη θέση καθώς και η προκαλυπτόμενη περιοχή
2. εγκατάσταση στρατιωτικών τμημάτων μπροστά από το κύριο στράτευμα, σε καιρό εκστρατείας, με σκοπό να ελέγχουν τις κινήσεις του εχθρού και σε περίπτωση επίθεσης να τον αντιμετωπίσουν έως ότου δοθεί καιρός στην κύρια δύναμη του στρατεύματος να προετοιμαστεί για τη μάχη που θα ακολουθήσει
3. φρούρηση τών συνόρων ενός κράτους σε καιρό ειρήνης από στρατιωτικά τμήματα, καθώς και η φρουρούμενη περιοχή.